-
1 χαρτί
τό1) бумага;χαρτί επιστολογραφίας — почтовая бумега;
μιά κόλλα χαρτί — лист(ок) бумаги;
2) документ, бумага; свидетельство, удостоверение;δεν είναι εν τάξει τα χαρτία μου — мой бумаги не в порядке;
δεν πήρα ακόμα το χαρτί — свидетельство я ещё не получил;
3) (чаще πλ.) игральные карты;μιά τράπουλα χαρτίά — колода карт;
ανακατεύω τα χαρτίά — тасовать карты;
κόβω τα χαρτίά — снимать карты;
κάνω ( — или μοιράζω) τα χαρτίά — сдавать карты;
κάνω ταχυδακτυλουργίες με τα χαρτίά — показывать фокусы на картах;
ρίχνω τα χαρτίά — гадать на картах;
4) πλ. карточная игра;παίζω χαρτίά — играть в карты;
έφαγε την περιουσία του στα χαρτίά — он проиграл своё состояние в карты;
§ ста χαρτίά — на бумаге, формально;
τα λέγω χαρτί και καλαμάρι — передавать что-л, слово в слово;
όποιος χάνει στα χαρτίά κερδίζει στην αγάπη — кому не везёт в карты — везёт в любви
См. также в других словарях:
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek